ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ–2 «καὶ ἡ μαζικὴ ἐμφάνιση στὸ ἱστορικὸ προσκήνιο τῶν γερμανικῶν βαρβαρικῶν φύλων». (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)
Σχολαστικὴ καὶ μεταπατερικὴ θεολογία
[Β´]
Toῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Ἱεροθέου
2. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ἡ σχολαστικὴ θεολογία
. Διαβάζοντας δὲ τὸ
ἐγχειρίδιο τοῦ καθηγητῆ Γεωργίου Παναγοπούλου διεπίστωσα ὅτι ὑπάρχουν
παραπομπὲς σὲ κείμενα καὶ στὴν σκέψη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, πράγμα ποὺ
δὲν κάνουν ἄλλοι θεολόγοι, καὶ μάλιστα κρίνει τὴν δυτικὴ θεολογία μέσα
καὶ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη.
. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἀσχολοῦμαι ἰδιαίτερα μὲ τὴν χαρισματικὴ
προσωπικότητα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ συνέγραψα τρία βιβλία ἕως
τώρα. Στὰ ἑπόμενα σχέδιά μου εἶναι νὰ γράψω ἕνα τέταρτο βιβλίο γιὰ τὶς
ἀπόψεις του γιὰ τὴν δυτικὴ-σχολαστικὴ θεολογία, ποὺ διαφοροποιεῖται ἀπὸ
τὴν πατερικὴ θεολογία. Ἔχω συλλέξει ὅλο τὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὶς πανεπιστημιακές
του παραδόσεις καὶ ἤδη ἔχω ἀρχίσει νὰ τὸ συνθέτω, ἀλλὰ τὰ διάφορα
προβλήματα τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας μου δὲν μοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἀφιερώνω
πολλὲς ὧρες γιὰ τὴν περάτωση τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Νομίζω ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ
ἔργο θὰ ἀναδείξη τὴν μεγάλη σημασία τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς θεοπτικῆς
θεολογίας, ἡ ὁποία διαφέρει σαφέστατα ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ καὶ τὴν
ἠθικιστικὴ θεολογία ποὺ ἐπικρατοῦν στὴν Δύση καὶ στοὺς δυτικόφρονες
θεολόγους.
. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γνώρισε τὴν δυτικὴ θεολογία ἀπὸ τὰ
μικρά του χρόνια. Ἀπὸ μαθητὴς Γυμνασίου, καὶ στὴν συνέχεια ὡς φοιτητὴς
τῆς θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, μελέτησε ἐπισταμένως
τὴν θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καὶ γνώρισε τὶς ἀρχὲς τῆς σχολαστικῆς
θεολογίας, ὅπως φαίνεται στὸ βιβλίο τοῦ μεγαλυτέρου σχολαστικοῦ θεολόγου
(Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη) μὲ τίτλο Σούμα Θεολογική. Ἀργότερα, μὲ τὴν σπουδή
του στὴν προτεσταντικὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Γέϊλ διέκρινε τὴν ἀποστροφὴ
τῶν Προτεσταντῶν στὴν θεολογία τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τὴν χρησιμοποίηση
ἀπὸ αὐτοὺς τῆς βιβλικῆς μεθόδου ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀφοῦ οἱ
Προτεστάντες μελετοῦσαν τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν
Πατέρων, καὶ τῶν σχολαστικῶν θεολόγων, χρησιμοποιώντας τὰ στοιχεῖα τῆς
ἱστορίας τῆς συγκριτικῆς θρησκειολογίας καὶ τῆς φιλοσοφίας τῆς ἐποχῆς
ποὺ ἔζησαν οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης.
. Ὡς Ὀρθόδοξος ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, μὲ βαθειὰ πνευματικὴ
ὑποδομὴ ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀφοῦ ἀπέρριψε τὶς ἀπόψεις τοῦ σχολαστικισμοῦ,
ὅπως τὶς γνώρισε στὸν Θωμὰ τὸν Ἀκινάτη, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ
Προτεσταντισμοῦ, ὅπως τὶς ἔμαθε ἀπὸ τὴν βιβλικὴ μέθοδο ἐρεύνης τῶν
Προτεσταντῶν, προχώρησε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ καθηγητοῦ καὶ «μέντορά» του
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, στοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν
πατερικὴ περίοδο, ὅπως καὶ στὴν πατερικὴ περίοδο μετὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη
τὸν Δαμασκηνό, καὶ διέκρινε τὴν μεγάλη ἀξία τῆς πατερικῆς παραδόσεως.
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐρεύνης καὶ μελέτης εἶναι ἡ διατριβή του μὲ τίτλο
«Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα», ποὺ ἔπαιξε ἕναν σπουδαῖο καὶ πρωταρχικὸ ρόλο
στὴν ἀλλαγὴ τῶν θεολογικῶν σπουδῶν στὴν Ἑλλάδα. Ἀλλὰ καὶ οἱ μετέπειτα
μελέτες τοῦ ξεκαθάρισαν πολὺ καλὰ τὸ τοπίο καὶ ἀπέδειξαν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη
θεολογία, ὅπως ἐκφράζεται αὐθεντικὰ ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας,
διαφέρει σαφῶς ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸν ἠθικισμό, ποὺ ἡ βάση του
εἶναι ὁ αὐγουστινιανισμός, ὅπως τὸν ἑρμήνευσαν οἱ Φράγκοι θεολόγοι καὶ
οἱ Προτεστάντες. Ἔλεγε, μάλιστα, ὁ ἴδιος ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε
τὴν σχολαστικὴ θεολογία καὶ τὴν πατερικὴ θεολογία, ἂν δὲν μελετήσουμε
ἐπισταμένως τὶς ἔννοιες analogia entis, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν
λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸ βλέπουμε στὴν φιλοσοφία, καὶ τὴν analogia
fidei, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν Ἁγία Γραφή.
. Ὁ συγγραφεὺς τοῦ πονήματος αὐτοῦ χρησιμοποιεῖ ἀπόψεις τοῦ
π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὅπως διατυπώθηκαν στὰ βιβλία καὶ τὶς μελέτες του,
καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ θεολογικὲς διδασκαλίες του τὶς ὁποῖες τόνιζε συχνά.
. Κατ’ ἀρχὴν χρησιμοποιεῖ συγκεκριμένες δημοσιευμένες θέσεις
τοῦ π. Ἰωάννου. Παραπέμπει στὸ βιβλίο τῆς Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς
Θεολογίας, γιὰ τὸ ὅτι ἡ θεία ἀγάπη εἶναι ἡ προαιώνια ἄκτιστη ἐνέργεια
τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ τὴν θεία οὐσία οὔτε μὲ
τὰ ἄκτιστα ὑποστατικὰ ἰδιώματα, καὶ ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ
ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «δὲν εἶναι θεῖες ἐνέργειες, ἀλλὰ
ὑπέρκεινται τῶν ἐνεργειῶν». Ἀναφερόμενος στὴν ἄποψη τοῦ Ἀνσέλμου
Κανταβρυγίας, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης ἀπὸ τὸν Χριστό,
γράφει: «Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης θὰ δεῖ στὸν Ἀνσελμο τὴν εἰκόνα ἑνὸς Θεοῦ
ποὺ δημιουργεῖ, τιμωρεῖ καὶ λυτρώνει κατ’ ἀνάγκην». Τονίζει τὴν
διδασκαλία του ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη ὁ Θεὸς τῆς καταλλαγῆς καὶ τῆς
συμφιλιώσεως μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος χρειαζόταν νὰ ἑνωθῆ «μὲ τὴν
πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν δοτήρα τῶν ἀγαθῶν». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κατὰ τὴν
ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, δὲν κάνει λόγο γιὰ καταλλαγὴ
τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὅποτε, καὶ τὸ
Βάπτισμα δὲν συνδέεται μὲ τὴν συγχώρηση μιᾶς κληρονομικῆς ἐνοχῆς τοῦ
Ἀδάμ, ἀλλὰ γιὰ ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Δυστυχῶς, οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ
π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μὲ τὸν Παναγιώτη Τρεμπέλα, εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὴν
ἔννοια τῆς ἀνσέλμειας «ἱκανοποίησης» τῆς θείας δικαιοσύνης. Ὁ καθηγητὴς
Γεώργιος Παναγόπουλος παρατηρεῖ: «Ὁ πυρήνας τῆς ἐνόρασης Ρωμανίδη
παραμένει ἄθικτος: ἡ καταλλαγή, ὅπως προβάλλεται ἀπὸ τὸν Παῦλο καὶ
ἑρμηνεύεται θεοδιδάκτως στὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση, οὐδεμία
δικαιολογητικὴ βάση δύναται νὰ προσφέρει γιὰ τὴν περὶ ἱκανοποιήσεως
θεωρία τῶν Σχολαστικῶν».
. Ὁ συγγραφεύς, κρίνοντας τὴν θεωρία τοῦ Μαρτίνου Λουθήρου
ὅτι ὁ πιστὸς προσοικειώνεται τὴν σωτηρία μόνον διὰ τῆς πίστεως,
παραπέμπει στὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μὲ τίτλο «Τὸ προπατορικὸν
ἁμάρτημα», ὅτι ἡ σωτηρία συνίσταται στὴν «συνεχῆ παρουσία τῆς σωστικῆς,
ἀφθαρτοποιοῦ καὶ θεοποιοῦ ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Ἀναστάντος ἐντὸς τῆς
Ἐκκλησίας καὶ στὰ σώματα τῶν Ἁγίων».
. Ἐπὶ πλέον, στὸ παρουσιαζόμενο βιβλίο γίνεται ἀναφορὰ στὶς
θέσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «ἱεραρχεῖται
χαρισματικὰ» καὶ ὅτι ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας «δὲν εἶναι ὁ
φιλοσοφῶν στοχαστικῶς καὶ διαλεκτικῶς, ἀλλὰ ὁ φθάσας χάριτι Θεοῦ, εἰς
θεωρίαν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ καὶ οὕτω λαβὼν τὴν ἐκ Θεοῦ ἀποκάλυψιν
γενόμενος αὐθεντία τοῖς πιστοῖς».
. Ἐκτὸς ἀπὸ δημοσιευμένες γραπτὲς θέσεις τοῦ π. Ἰωάννου
Ρωμανίδη τὶς ὁποῖες καταγράφει ὁ Καθηγητὴς Γεώργιος Παναγόπουλος στὸ
παρουσιαζόμενο βιβλίο του, συγχρόνως ὁ ἀναγνώστης θὰ διαγνώση πολλὲς
θέσεις τοῦ π. Ἰωάννου, καίτοι δὲν ἀναφέρονται τὸ ὄνομά του καὶ οἱ
παραπομπὲς ἀπὸ τὰ δημοσιευθέντα βιβλία του. Θὰ παρατεθοῦν μερικὲς ἀπὸ
αὐτές.
. Συχνὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸ ὅτι οἱ σχολαστικοὶ στηρίζονται
στὴν λογικὴ καὶ τὴν φιλοσοφία, ἐνῶ οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι στηρίζονται
στοὺς θεουμένους ἁγίους. Οἱ φράσεις εἶναι ἐκφραστικές: «διδασκαλία τῶν
θεουμένων» «ἡ παράδοση τῶν θεουμένων» «ἡ παράδοση τῶν θεουμένων τῆς μίας
καὶ ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας» «ὁ θεούμενος ἔχει ὁ ἴδιος πλέον χαρισματικῶς
καταστεῖ ζῶσα θεοχάρακτος πλάκα στὸ βαθμὸ ποὺ “ἐνεργεῖται” ὑπὸ τοῦ
Παρακλήτου» «καὶ ἕνας μόνο θεούμενος, χαρισματικὸς φορέας τῆς ἀνόθευτης
πείρας τοῦ σώματος, μπορεῖ νὰ ἀντιταχθεῖ σὲ σωρεία ψευδοσυνόδων
(ἐνδεχομένως ἄψογα συγκροτημένων ἀπὸ τυπικὴ ἄποψη), ὅπως ἔπραξε ὁ Μ.
Ἀθανάσιος ἔναντι τῶν ἀναριθμήτων συνόδων ποὺ συγκάλεσε ὁ ἀρειανίζων
Κωνστάντιος στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰώνα» «ὁ θεούμενος ποὺ ὡς μέλος τῆς
Ἐκκλησίας γεύεται ἐμπειρικὰ τὸ δοξασμὸ τῆς ὑπάρξεώς του, εἰσέρχεται στὸν
ὑπερφωτο θεῖο γνόφο…».
. Στὸ βιβλίο διαβάζει κανεὶς «ρωμανιδικὲς» ἐκφράσεις, ὅπως:
στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν σχολαστικισμὸ «δὲν ὑπάρχει
μεταφυσικὴ καὶ ὀντολογία» «ὁ λόγος τῶν
Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων της Ἐκκλησίας δὲν εἶναι μεταφυσικὸς οὔτε
στοχαστικός, ἀλλὰ περιγραφικὸς καὶ ὑπομνηματιστικὸς μιᾶς μακρᾶς σειρᾶς
γεγονότων σωτηριολογικῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο σπουδαιότητας, δηλ. τῶν ἱερῶν
θεοφανειῶν» στὴν δυτικὴ θεολογία «ἡ θεολογία τῆς ἀποκαλύψεως»
ἀντικαθίσταται μὲ τὴν «θρησκευτικὴ μεταφυσικὴ θεολόγηση» ποὺ εἰσάγει
«αἱρετικὲς ἀποκλίσεις» καὶ ἀλλοιώνει τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τελικά, ἡ
θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ἁγιοπνευματικὴ πείρα τῶν χαρισματικῶν
φορέων τῆς κοινωνίας τῆς θεώσεως, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία « ἀλλοιώνεται ἀπὸ
τὴν σχολαστικὴ θεολογία. Ἀλλὰ καὶ «ὁ ὁρισμὸς τῆς κοινότητος ὡς σώματος
Χριστοῦ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δοθεῖ μὲ ὁρισμοὺς χαρισματικῶν λειτουργιῶν»
καὶ ἡ κοινότητα εἶναι «κοινωνία θεώσεως», «δηλ. κατὰ πρόγευση τῶν
Ἐσχάτων συμπερίληψη ἀπὸ ἐδῶ καὶ τώρα στὸ μυστήριο τῆς ἄκτιστης ἀγάπης
τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης, γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀρχαιοτάτη παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας «νὰ ἀναβιβάζονται στὸ ἀξίωμα τῆς ἐπισκοπῆς» οἱ «θεοπτες»
καὶ ὅτι στὴν Ἐκκλησία «τὸ ὑπούργημα τῆς διακυβερνήσεως κατανοεῖται μόνο
ὑπὸ τὸ φῶς τῆς θεοπτικῆς πείρας τῶν ἐν Θεῷ δοξασμένων μελῶν τοῦ σώματος
καὶ ἡ διαποίμανση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται «ὡς χαρισματικὴ
διακονία ποὺ νοηματοδοτεῖται ἀπὸ τὴν θεοπτικὴ πείρα, τὴν μέθεξη τῆς
ἄκτιστης δόξας τοῦ Γιαχβέ».
. Μιὰ ἄλλη «ρωμανιδικὴ» διδασκαλία ποὺ διαβάζουμε στὸ βιβλίο
τοῦ καθηγητῆ Γεωργίου Παναγοπούλου εἶναι τὸ σχετικὸ μὲ τὴν θεραπεία τοῦ
ἀνθρώπου καὶ τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γίνεται λόγος γιὰ τὸ
«θεραπευτικὸ μέσο» τῆς μελέτης τῆς Βίβλου καὶ τῶν πατερικῶν
συγγραμμάτων, ποὺ δρᾶ «ἀλληλοσυμπληρωματικὰ μὲ τοὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως,
δηλ. τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς καθάρσεως» γιὰ τὸ δῶρο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ποὺ δίνεται στὸν ἄνθρωπο «μὲ ἐξάπαντος θεραπευτικὴ προοπτικὴ» καὶ ὄχι κατόπιν «εὐσεβοῦς διαθέσεως»,
καὶ «ἐμβριθοῦς φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ» γιὰ τὴν «θεραπευτικὴ προσέγγιση
τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως», ποὺ δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν
σωτηρία ὡς δῶρο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀσκήσεως
εἶναι «θεραπευτικὰ μέσα μὲ τὰ ὁποία ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ μὲ τὴ σωστικὴ
χάρη πρὸς ἐπίτευξη τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης». Ἀλλοῦ γίνεται ἀναφορὰ στὸ
ὅτι ἡ ἠθικὴ συνδέεται μὲ τὴν ἀσκητικὴ καὶ πρόκειται γιὰ «βαπτισματικὴ
καὶ εὐχαριστιακὴ ἄσκηση» καὶ ὁπωσδήποτε ἡ ἄσκηση «κατανοεῖται ὡς
θεραπευτικὴ μέθοδος», τὴν ὁποία «ἐφαρμόζει ἡ Ἐκκλησία στὰ ἀσθενῆ μέλη
της πρὸς θεραπεία ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια καὶ ἀποκατάστασή τους στὴν
“ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ”» καὶ βέβαια σκοπὸς τῆς
ἀσκήσεως «εἶναι πάντα ἡ θεραπευτικὴ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ
ὁδηγηθεῖ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Πνεύματος στὴν καινὴ ζωή, στὴν κοινωνία δηλ.
τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται καὶ
καθορᾶται “ὑπὲρ νοῦν, γνῶσιν καὶ αἴσθησιν”, ὡς φῶς ἀπὸ τοὺς
δικαίους-θεουμένους ὅλων τῶν αἰώνων». Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀποτυπώνει «τὴν
ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ τοῦ κτιστοῦ διὰ τῆς μετοχῆς του στὴ φωτοχυσία τῶν
ἱερῶν θεοφανειῶν» στὰ δόγματα.
. Ἀκόμη στὸ παρουσιαζόμενο βιβλίο γίνεται λόγος γιὰ τὶς
ἀπόψεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιὰ τὸ «Βυζάντιο-Ρωμανία» γιὰ τὶς
«γερμανικὲς φυλὲς» ποὺ κυριαρχοῦν στὴν δυτικὴ Εὐρώπη μεταξὺ τῶν αἰώνων
8ο-10ο, ποὺ κομίζουν «προχριστιανικὲς παγανιστικὲς παραστάσεις» γιὰ «τὸν
φεουδαρχικὸ τρόπο ὀργανώσεως τοῦ κοινωνικοῦ οἰκοδομήματος», ἀλλὰ καὶ
τὸν «πειθαρχικὸ μηχανισμὸ τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας» γιὰ «τὴν ἱεραρχημένη
τάξη τῶν φεουδαρχικῶν κοινωνιῶν τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα» «γιὰ τὸν
ἐκγερμανισμὸ τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ» ἀπὸ «τὴν μαζικὴ ἐμφάνιση στὸ ἱστορικὸ προσκήνιο τῶν γερμανικῶν βαρβαρικῶν φύλων».
. Γενικά, στὸ παρουσιαζόμενο βιβλίο φαίνεται ξεκάθαρα ἡ αἵρεση τοῦ σχολαστικισμοῦ, ὡς ἔκφραση τῆς μεταφυσικῆς ὀντολογίας ποὺ ἐπικράτησε στὴν Δύση ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ἡ ὁποία ἀντιπαρατίθεται στὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων ποὺ εἶναι ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.
Σὲ αὐτὰ τὰ θέματα ἀναφερόταν συχνὰ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, διότι εἶχε
καταλάβει τὴν ἐξαιρετικὴ σημασία τους γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς θεολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου