
Άγνωστες μορφές του Μοναχισμού
Μοναχός Δομέτιος ο κουφός
Μοναστήρι Νεάμτς († 1905)
Μοναστήρι Νεάμτς († 1905)
Έτσι
ήτο γνωστός στο μοναστήρι του αυτός ο μοναχός. Είναι αλήθεια ότι δεν
άκουε, αλλά ζούσε μέσα στην καρδιά του την αγάπη και την χαρά του
Χριστού. Είχε έλθει στο μοναστήρι από μικρός, από το 1850. Τότε δεν είχε
καταστραφή η ακοή του.
Το
μοναδικό του διακόνημα επί 60 περίπου χρόνια ήτο η φροντίδα του για τα
ζώα της Μονής. Καθημερινά μετέφερε τα περισσεύματα των τροφών και τα
έδινε στα ζώα του, τα οποία υπεραγαπούσε. Έλεγε αδιάκοπα την προσευχή με
τελεία σιωπή και πνευματική ευφροσύνη. Στο κελλί του δεν είχε τίποτε
άλλο παρά ένα ράσο, ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας, μία εικόνα της Θεοτόκου
και το βιβλίο των Ψαλμών. Δεν είχε κρεβάτι, ούτε στρωσίδια, ούτε
τραπέζι, ούτε σκαμνί, ούτε παξιμάδι, ούτε λουκέτο για την πόρτα.
Στα
γεράματά του έχασε την ακοή του και οι πατέρες τον ωνόμαζαν «Δομέτιος ο
κουφός». Είχε θαυμαστό τέλος. Ας ακούσωμε τον αείμνηστο ηγούμενο της
Συχαστρίας π. Ιωαννίκιο Μορόι να μας διηγηθή κάτι σχετικά με το τέλος
του, εφ’ όσον παλαιά αυτός ήτο αδελφός της μονής Νεάμτς:
-
Πατέρες, ενίοτε πηγαίνω με την σκέωι μου στην μονή Νεάμτς, όπου προ
ολίγων ετών έζησε εκεί ένας αξιομνημόνευτος μοναχός, ο Δομέτιος ο
κουφός. Τον εβλέπαμε συχνά με τα ξυλοπέδιλα κρεμασμένα στην πλάτη του
για να μη τα φθείρη γρήγορα. Επήγαινε τροφή στα μοσχαράκια. Ήτο πάντοτε
ειρηνικός και χαρούμενος. Αλλά οι Πατέρες της Μονής δεν τον εκτιμούσαν,
αφού αυτός ζούσε πάντοτε με τα ζώα του και συχνά εκοιμόταν κοντά τους!
Πολλοί από τους μοναχούς δεν τον εγνώριζαν καθόλου, ούτε ήξεραν το όνομά
του, αφού τότε αριθμούντο περί τους 400.
Κάποια
ημέρα του φθινοπώρου του 1905, όταν επήγαινα στην εκκλησία, διότι ήμουν
τυπικάρης, άκουσα τον ιερομ. π. Γεννάδιο, τον εκκλησιαστικό μας, να
λέγη:
-Πατέρες,
ο Δομέτιος ο κουφός από τον σταύλο απέθανε. Τον ευρήκαν το πρωί κάτω
στο δάπεδο του κελλιού του πεθαμένο. Δεν είχε τίποτε κοντά του, παρά
μόνο ένα παλαιό Ωρολόγιο, ένα Ψαλτήριο και μία εικόνα της Παναγίας.
Κατόπιν
ο εκκλησιαστικός, κατά την μοναχική μας τάξι, εφόρεσε τον μανδύα του,
επήγε και ενέδυσε το νεκρό σώμα του και το μετέφερε στον εξωνάρθηκα της
κεντρικής εκκλησίας για τρεις ημέρες και μετά να γίνη η ακολουθία της
κηδείας του.
Ο
π. Γεννάδιος ερώτησε ποιος θ' αρχίση να διαβάζη το Ψαλτήριο δίπλα στο
σκήνωμά του, αλλά κανείς δεν προθυμοποιείτο. Έλεγαν: «Τι ευλογία θα
πάρουμε από ένα τέτοιο μοναχό που κάθε ημέρα ήταν παρέα με τα ζώα και
τις ακαθαρσίες τους;». Τότε ερώτησε εμένα και δέχθηκα να διαβάσω.
Εφόρεσα τον μανδύα μου, το κουκούλι μου, επήρα το βιβλίο και άρχισα να
διαβάζω με δυνατή φωνή δίπλα στο φέρετρό του. Ήμουν μόνος μου και παντού
υπήρχε πλήρης ησυχία. Όλοι εκοιμούντο. Όταν εδιάβαζα, ώρα 10 την νύκτα,
είδα ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ο π. Δομέτιος εσήκωσε ψηλά έξω από το
φέρετρο το δεξιό του πόδι. Εγώ εξεπλάγην. Σκέφθηκα. Τι να σημαίνη άραγε
αυτό; Είπα μέσα μου ότι ο Δομέτιος απέθανε, αλλά όχι και τα καλά του
έργα. Πάλι σκέφθηκα ότι βγήκε το πόδι του έξω, διότι μέσα ήτο πολύ
πιεσμένο. Ήμουν κατάπληκτος και από την ακτινοβόλο μορφή του προσώπου
του. Ο π. Δομέτιος απέθανε, αλλά εγώ τον έβλεπα να κοιμάται. Έκαμα το
σημείο του σταυρού, εσκέπασα το πρόσωπο του νεκρού με το ράσο του και
κατέβασα και πάλι το πόδι του μέσα στο φέρετρο. Συνέχισα πάλι να διαβάζω
το Ψαλτήρι. Μετά από λίγη ώρα ο Γερο-Δομέτιος, ο «βουρδουνάρης» της
μονής Νεάμτς, εσήκωσε και έβγαλε έξω το αριστερό του πόδι. Τότε
πραγματικά έφριξα μ' αυτό το τερατούργημα.