Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Γέρων Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: «Μην κάθεσαι να κρίνης τον εαυτό σου για κάτι που έχεις κάνει...»

Γέρων Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: «Μην κάθεσαι να κρίνης τον εαυτό σου για κάτι που έχεις κάνει...»




«Μη μέτρει σεαυτόν εν παντί έργω σου» (Αββάς Ησαΐας)


Μην κάθεσαι να κρίνης τον εαυτό σου για κάτι που έχεις κάνει - κάλο, κακό, αρετή, αμαρτία, ή να τον συγκρίνεις με τους άλλους.



Πόσες φορές το αντιμετωπίζουμε αυτό! Ας επιλανθανώμεθα των όπισθεν και ας μην μας ενδιαφέρη το τι κάναμε. Διότι, εξετάζοντας τι κάναμε, ανακαλύπτουμε ότι κάναμε κάτι σπουδαίο ή κάτι κακό, κάτι μεγαλύτερο και ωραιότερο και επιτυχέστερο από αυτό που κάνει ο άλλος, ή κάτι μικρότερο. Είτε καθ’ εαυτό το κρίνουμε είτε εν σχέσει προς τον άλλον, θα περιπέσωμε σε μια από τις δύο παγίδες: ή στην υπερηφάνεια, αν θα είναι καλό η καλύτερο, ή στην απογοήτευση, στην κακομοιριά, στην κατάπτωσι της υπάρξεως μας, αν δεν είναι καλό. Διότι, όσο και αν νομίζουμε ότι είμαστε ώριμοι, όσο και αν πιστεύουμε ότι έχομε δύναμι, μέσα μας φέρομε την αδυναμία του Αδάμ και της Εύας, το εύθραυστο εγώ, που μας κληροδότησαν οι προπάτορες μας.


Για να μένης λοιπόν ατάραχος στους λογισμούς σου, ποτέ μην κάθεσαι να λογαριάσης τι έκανες. Αυτό ισχύει για κάθε τι που μας συμβαίνει.


Πως όμως θα εξομολογηθώ, εάν δεν κρίνω; Στην εξομολόγηση δεν κάνω ανάλυσι των έργων μου, αλλά αναφορά των αμαρτημάτων μου. Αυτό είναι διαφορετικό, διότι δεν αξιολογώ τα έργα μου, απλώς τα αναφέρω. Δεν κάθομαι προηγουμένως να σκεφθώ τι έκανα και τι δεν έκανα, διότι αυτό δημιουργεί πνιγηρή ατμόσφαιρα στην ψυχή μου.


Εάν διαπιστώσουμε ότι πάμε καλύτερα, καταλαβαίνετε σε τι βαθμό εγωισμού μπορούμε να πέσουμε. Το «μη μέτρει σεαυτόν εν παντί έργω σου» είναι πραγματική σοφία. Οι περισσότεροι, όταν πέφτωμε, πέφτομε και γι’ αυτόν τον λόγο, ή τον χρησιμοποιούμε για να δικαιολογούμε τα πάθη μας. Αμάρτησα, λόγου χάριν, μια φορά και μετά λέγω: Τι ωφελεί τώρα να μετανοήσω; Τι κακομοιριά! Πόσο καταρρακώνεται έτσι το είναι μας!


Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Η Προς Εβραίους Επιστολή

Η Προς Εβραίους Επιστολή

      
        «Η Προς Εβραίους Επιστολή, η οποία αναλύει λεπτομερώς το αρχιερατικό έργο του Σωτήρα Χριστού, με αναφορά της στην ιουδαϊκή ιερωσύνη κάνει λόγο για την κατάργηση της με την εμφάνιση και τη λειτουργία της ιερωσύνης του Χριστού. Και τούτο δεν αποτελεί κάτι το αυθαίρετο και νεωτεριστικό. Προσωρινή ήταν η ισχύς της ιουδαϊκής ιερωσύνης, ώστε να μή μπορεί να συνεχίσει την ιστορία στη νέα φάση της. Και τούτο προβλέπεται και προλέγεται στην ιστορία της Π. Διαθήκης. Γιατί ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς  Σαλήμ, ιερέας του Θεού του υψίστου, προτυπώνει τον ίδιο τον Χριστό. Είδαμε ότι ο τύπος δεν νοείται δίχως το ουσιαστικό αντίκρισμα. Επομένως η συνάντηση Αβραάμ και Μελχισεδέκ μετά τη νίκη του Αβραάμ εναντίον του βασιλιά Χοδολλογομόρ και τριών άλλων συμμάχων, έχει κατά την ερμηνεία του συγγραφέα της Προς Εβραίους Επιστολής το χαρακτήρα μιας Θεοφάνειας. Ο Αβραάμ ευλογείται από τον Μελχισεδέκ που είναι απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος (ο Χριστός είναι αμήτωρ ως προαιώνιος Λόγος και απάτωρ ως σαρκωμένος), και υποχρεώνεται να δώσει κατά τα κατοπινά ισχύοντα για τους ιερείς της φυλής του Λευϊ το δέκατο από τα λάφυρα του. Ο Μελχισεδέκ ως βασιλιάς Σαλήμ και ιερέας πρόσφερε ψωμί και κρασί· μπροστά στον Αβραάμ, που είναι ο γενάρχης όλου του περιούσιου λαού και ακόμα των ιερέων της φυλής του Λευϊ, ο Μελχισεδέκ παρουσιάζεται ανώτερος βασιλιάς, ιερέας που ευλογεί, και παίρνει και το δέκατο από τα λάφυρα · έτσι ευλόγησε όχι μονάχα τον Αβραάμ, αλλά και τους δυνάμει λευίτες ιερείς που θα έβγαιναν από τον Αβραάμ. Επομένως, λέγει ο συγγραφέας της Προς Εβραίους Επιστολής, ο Μελχισεδέκ είναι ανώτερος από τους ιουδαίους ιερείς, πάνω από την ιουδαϊκή ιερωσύνη. Αυτός είναι ο Λόγος, άσαρκος στην Π. Διαθήκη και σαρκωμένος στην περίοδο της Εκκλησίας, και κατά τη ρήση του ψαλμωδού, «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». 

        
        Ήδη στην παραπάνω Επιστολή γίνεται η σύνδεση της ιστορίας του Ισραήλ και της Εκκλησίας, του παλαιού ιερατικού αξιώματος και της Χριστιανικής ιερωσύνης. Η κατοπινή θεολογία των πατέρων θα αναπτύξει διεξοδικά τούτο το θέμα, όχι βεβαίως συστηματικά αλλά στα πλαίσια της Θεολογίας, Χριστολογίας και Εκκλησιολογίας. Στο πρόσωπο του Χριστού βλέπουν σε μια αξεδιάλυτη ενότητα τη χαρισματική εξουσία του βασιλιά, του προφήτη και του ιερέα. Έτσι ο σαρκωμένος Λόγος είναι ο ίδιος που σαρκώνει ιστορικά την αλήθεια, στη συνεχιζόμενη ιστορική κοίτη της Θείας Οικονομίας, ως βασιλιάς, προφήτης και αρχιερέας. Νέα συμφιλίωση Θεού και κτίσης πραγματώνεται με την ενανθρώπηση του Λόγου. Ο σαρκωμένος Λόγος, στη σχέση τούτης της στενής ιστορικής εγγύτητας πρός τον άνθρωπο, του χορηγεί τη ζωοποίηση και την αφθαρσία. Η παροχή τούτη, ύστερα από τη συμφιλιωτική πράξη της θυσίας, γίνεται από τον αρχιερέα Χριστό που συνάμα έχει ως βασιλιάς τη δύναμη να πραγματώσει το ανάλογο έργο και να διαπαιδαγωγήσει την ανθρωπότητα ως δάσκαλος. Ο τύπος λοιπόν της ιστορίας του Ισραήλ είναι το σκαρί, πάνω στο οποίο οικοδομείται η ιστορία της φανέρωσης του βασιλιά, προφήτη και αρχιερέα Χριστού. Κατά συνέπεια οι βασιλιάδες, οι προφήτες και οι ιερείς του Ισραήλ έχουν μια και μοναδική αναφορά που δεν είναι άλλη παρά μόνο ο αληθινός Χριστός. Τούτη την αναφορά άλλωστε έχει και ο Νόμος προς το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. Όπως τα τρία αξιώματα ήταν το σκαρί της ιστορίας του Ισραήλ, έτσι και ο Νόμος αποτελούσε τον ζωντανό δείκτη της πορείας του, το σκαρί της ίδιας της σχέσης Θεού και λαού. Γι'αυτό ο Νόμος στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού εκδηλώνεται και πάλι ως εκπλήρωση μιας ζωής, ως πράξη και αγαπητική σχέση. Τούτο επισημαίνει με άκρα επιμονή  η Ορθόδοξη Θεολογία, εξαίροντας τη βασική της αρχή ότι ο τύπος είναι συνδεδεμένος με την ουσία δυναμικά και εσχατολογικά.


        Έτσι ο Νόμος ως τύπος τείνει στην εκπλήρωση αλλά συνάμα είναι ο δείκτης μιας πορείας για την εκπλήρωση. Γι'αυτό η τήρηση του από τον περιούσιο λαό έχει άμεσες επιπτώσεις hic et nunc: γεύεται τα θεία αγαθά, υλικά και πνευματικά, και βλέπει ζωντανή την παρουσία του Θεού. Αυτό είναι το νόημα της ρήσης πως δεν γίνεται κατάλυση του Νόμου μα «πλήρωση». Το ότι δεν γίνεται κατάλυση του Νόμου, μια και στο Νόμο είναι οι τύποι, το μαρτυράει κατά τρόπο πειστικό το ενιαίο γίγνεσθαι της παλιάς και της νέας εποχής. Η παλιά εντάσσεται στη νέα, ολοκληρώνεται και δεν εξαφανίζεται. Δεν αποτελεί απλώς ένα μεταβατικό στάδιο και έπειτα τίποτα το περισσότερο. Γι'αυτό λέγεται ότι η κατάργηση του Νόμου είναι η ίδια η «πλήρωση» του. Στη νέα κατάσταση δεν υπάρχει η προηγούμενη με την ατέλεια της, αλλά και αυτή η νέα τείνει δυναμικά και εσχατολογικά σε μια τελειότερη κατάσταση. Ωστόσο η προηγούμενη παλιά κατάσταση του Νόμου είναι ενταγμένη στη νέα, η καλύτερα είναι η ίδια που ολοκληρώθηκε. Έτσι τίποτα δεν χάνεται ούτε είναι επιτρεπτό ή νοητό να γυρίσει κανείς πίσω στην παλιά κατάσταση. Μια τέτοια οπισθοδρόμηση, κατά την Ορθόδοξη Θεολογία, σίγουρα αποτελεί αίρεση. 

        Ο τύπος λοιπόν, είναι όπως οι χριστοί βασιλιάδες, οι προφήτες και οι ιερείς του περιούσιου λαού, όπως και ο ίδιος ο Νόμος, δεν ήταν ούτε είναι κάτι το απόβλητο και δίχως σχέση προς τη νέα φάση του γίγνεσθαι. Μόνο σαν μένει ανεκπλήρωτος και στατικός, αποκόπτεται από το ενιαίο τούτο γίγνεσθαι και κατά συνέπεια απονεκρώνεται. Στην προκειμένη περίπτωση η αίρεση, που προέρχεται από την προσκόλληση στον τύπο, έχει χαρακτηριστικό γνώρισμα τη στατικότητα και τη δυσκαμψία. Η αλήθεια, που ξεκινάει από την αρχέγονη φυσική και ιστορική κοίτη, είναι εύκαμπτη, εξελικτική και μέσα σε πλαίσια ιστορικά και δυναμικά. Κάθε καθυστέρηση είναι όχι μόνο ύποπτη μα σίγουρα αιρετική απόκλιση. Βγαίνει έξω από το ενιαίο προχώρημα. Βεβαίως ο τύπος καθεαυτός  και στη συγκεκριμένη του αλλοτινή φάση δεν είναι κάτι το αποστεωμένο και εξωτερικό. Έχει σχέση με το δυναμικό προχώρημα. Γι'αυτό ο Επιφάνιος κατά ένα ενδιαφέροντα τρόπο, απευθυνόμενος στους αιρετικούς Εβιωνίτες  τους λέει πως η περιτομή, που είναι ο τύπος του Νόμου και στην οποία αυτοί εμμένουν, αυτή καθεαυτή δεν αποτελεί κριτήριο αληθείας και σωτηρίας. Και τούτο συμβαίνει γιατί μένει δίχως δυναμική εξέλιξη, όπως το απαιτεί άλλωστε ο ίδιος ο Νόμος. Τούτο δηλαδή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι περιτομή έχουν και οι ειδωλολάτρες ιερείς των Αιγυπτίων, όπως και οι Σαρακηνοί, ακόμα και άλλοι. Κατά συνέπεια κανένα πλεονέκτημα δεν μπορεί να υπάρχει σε τούτο το γεγονός. Ωστόσο η περιτομή του Νόμου πλεονεκτεί, εφόσον διαφοροποιηθεί προς την κοινή συνήθεια των ειδωλολατρών. Και η διαφοροποίηση φυσικά δεν μπορεί να είναι άλλη από το γεγονός ότι καταρχήν προέρχεται από το Νόμο και στη συνέχεια ολοκληρώνεται στο Ευαγγέλιο, μέσα στο ίδιο ιστορικό και δυναμικό γίγνεσθαι. Έξω από αυτό σίγουρα μοιάζει με τον τύπο της περιτομής των άλλων λαών. Και ο λόγος είναι σαφής· δεν στηρίζεται στο Νόμο ούτε έχει σχέση προς το δυναμικό προχώρημα της ιστορίας της Θείας Οικονομίας, μέσα στο οποίο ο τύπος γίνεται ουσία. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.

        
        Έτσι τα τρία αξιώματα του Χριστού είναι ο «πληρωμένος»  τύπος της ιστορίας του περιούσιου λαού. Η αναζήτηση της σωτηρίας και της ορθής σχέσης με τον Θεό είναι αίτημα και γεύση της ίδιας της ιστορίας του. Γι'αυτό, ότανη «πλήρωση» γίνεται πραγματικότητα στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού, η Εκκλησία καλείται ο νέος ΙσραήλΗ τυπολογία λοιπόν, η οποία έχει βασική θέση  στην πατερική θεολογία και την εκκλησιαστική ιστοριογραφία, αναζητεί όχι μόνο να επισημάνει την ουσία της αλήθειας, αλλά και τις εξελικτικές φάσεις στην όλη διαδρομή της ιστορίας. Η τυπολογία δεν περιγράφει καμιά επανάληψη ιδίων γεγονότων ούτε δέχεται την κυκλική φορά των πραγμάτων. Τύπος και αλήθεια ανήκουν στη μία ενιαία και δυναμική πορεία προς την ολοκλήρωση της ιστορίας της Θείας Οικονομίας. Το βιβλικό και το εκκλησιαστικό σχήμα της ιστορίας ίσως για πρώτη φορά στην παγκόσμια διανόηση εισάγουν με την τυπολογία το νόημα της ιστορικής συνέχειας και εξέλιξης. Τα ιστορικά πράγματα κατευθύνονται σ'ένα σκοπό, σε μια ολοκλήρωση ή τελείωση. Στην προκειμένη περίπτωση ο Χριστός, με τα τρία αξιώματασυμπυκνώνει όλο το πεντόσταγμα του ιστορικού νοήματος, και συνάμα ως βασιλιάς, προφήτης και αρχιερέας κάνει την ιστορία να έχει ένα απαρασάλευτο νέο κέντρο».

Δογματική και Συμβολική Θεολογία, Β' τόμος, σελ. 303-308
Νίκου Α. Ματσούκα 

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Η προσευχή ως ατελεύτητη δημιουργία.


Ερώτηση : Υπάρχει διαφορά μεταξύ προσευχής και λατρείας; Με άλλα λόγια, όταν προσευχόμαστε, λατρεύουμε τον Θεό, και όταν Τον λατρεύουμε, προσευχόμαστε, ή μπορεί να υπάρχει μεταξύ τους διαφορά; Αναφέρατε επίσης ότι με τα παθήματα ανταποδίδουμε την αγάπη μας στον Θεό. Ως ορθόδοξοι χριστιανοί πρέπει να εννοήσουμε ότι, όταν δεν πάσχουμε ή όταν περνάμε περιόδους που φθάνουμε να δοκιμάζουμε ακόμη και απολαύσεως, τότε δεν ανταποδίδουμε αγάπη στον Θεό ή δεν ασκούμε πλήρως την πίστη μας;

Απάντηση : Είναι δύο πολύ μεγάλα ερωτήματα. Θα χρειαστούμε άλλη μία ομιλία για να τα απαντήσουμε! Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο: προσευχή και λατρεία. Η λατρεία είναι πιο γενικός όρος και ζωή περιεκτική, ενώ η προσευχή είναι μια λατρευτική δραστηριότητα. Η λατρεία είναι μάλλον σαν την ανταλλαγή της ανθρώπινης ζωής με τη θεία, που συντελείται στη Θεία Λειτουργία, για παράδειγμα. Η Θεία Λειτουργία είναι λατρεία· σε αυτήν εμπεριέχεται προσευχή και ολόκληρη ζωή, η ζωή του Χριστού. Στη Θεία Ευχαριστία ολοκληρώνεται η ανταλλαγή της περιορισμένης και πρόσκαιρης ζωής μας με την απεριόριστη και άπειρη ζωή του Θεού. Προσφέρουμε στον Θεό ένα κομμάτι άρτο και λίγο οίνο, άλλα μέσα τους βάζουμε όλη μας την πίστη, την αγάπη, την ταπείνωση, την προσδοκία Του, όλη μας τη ζωή. Και λέμε στον Θεό: «Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Προσφέρουμε στον Θεό όλη μας

τη ζωή, αφού προετοιμασθήκαμε να έλθουμε και να παρασταθούμε ενώπιον Του, για να επιτελέσουμε αυτή την πράξη. Και ο Θεός κάνει το ίδιο: Δέχεται την προσφορά του ανθρώπου και εναποθέτει και Αυτός τη ζωή Του -το Άγιο Πνεύμα- στα δώρα. Τα μεταβάλλει σε Σώμα και Αίμα Του, μέσα στα οποία περιέχεται όλο το πλήρωμα της Θεότητας, και λέει στον άνθρωπο: «Τα Άγια τοις αγίοις». Ο Θεός δέχεται τα δώρα μας, τα γεμίζει με τη ζωή Του και μας τα επιστρέφει. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι η λατρεία έχει μεγαλύτερη πληρότητα. Στην προσευχή επίσης κάνουμε αυτή την ανταλλαγή, αλλά είναι φαινομενικά απαρατήρητη.

Η δεύτερη ερώτησή σας είναι κάπως πιο δύσκολη. Ο Θεός φανέρωσε την αγάπη Του για μας υπομένοντας για χάρη μας θάνατο και μας δίνει τη δυνατότητα, διά μέσου των παθημάτων, να Του δείξουμε τη δική μας αγάπη. Σε αυτό τον κόσμο ο Χριστός είναι παθητός, λέει ο απόστολος Παύλος, και αν είμαστε μέλη του Σώματός Του, δεν μπορούμε να ζούμε χωρίς πόνο, όταν η Κεφαλή του Σώματος φέρει ακάνθινο στεφάνι. Αν αυτό το κατανοούμε, τότε τα παθήματα γίνονται προνόμιο για όσους ανήκουν σε αυτό το Σώμα: το προνόμιο της αποδείξεως της αρμονικής ενότητάς τους με το Σώμα. Γι’ αυτό άλλωστε ο απόστολος Πέτρος γράφει στην επιστολή του: «Καιρός του άρξασθαι το κρίμα από του οίκου του Θεού … Και ει ο δίκαιος μόλις σώζεται, ο άσεβης και αμαρτωλός πού φανείται;», Όπως ο Θεός παρέδωσε τον Μονογενή Του Υιό σε θάνατο, ομοίως παραδίδει και τους ανθρώπους Του, τους εκλεκτούς Του, σε παθήματα, για να αποδειχθεί ότι είναι «οίκος Του», δηλαδή, κατοικητήριό Του, αφού ζει μέσα τους. Έτσι, αν αντιλαμβανόμαστε τα παθήματα μέσα από αυτή την προοπτική, αποβαίνουν μεγάλο προνόμιο και τιμή. Είναι σημείο της εκλογής μας από τον Ουράνιο Πατέρα μας να υπομείνουμε το ίδιο κρίμα που βάστασε και ο Παις Του Ιησούς στον κόσμο αυτό και να παραδοθούμε επίσης σε εκούσιο θάνατο. Ο εκούσιος θάνατος χάριν του Θεού και των εντολών Του καταδικάζει τον ακούσιο θάνατο που έχει προπομπό την αμαρτία, όπως ακριβώς ο άδικος θάνατος του Κυρίου καταδίκασε και κατέλυσε το κράτος του δίκαιου θανάτου μας, λόγω της αμαρτίας που προηγήθηκε. Όλοι οι Άγιοι παραδόθηκαν σε τέτοια εκούσια παθήματα. Πολλές φορές, σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού, ο Κύριος παραχώρησε να γευθούν ακόμη και την κόλαση, όχι για να απολεσθούν, αλλά για να εξιχνιάσουν το μυστήριο της καθόδου του Χριστού στον Άδη, ώστε να τους γίνει γνωστός ο όλος Χριστός (totus Christus) και η οδός Του, που εκτείνεται από τον Ουρανό των Ουρανών ως τα κατώτατα μέρη της γης. «Το δε ανέβη τί έστιν ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τα κατώτερα μέρη της γης;» λέει ο απόστολος Παύλος με θαυμασμό. Αυτή είναι η οδός του Χριστού· πρώτα κατέβηκε και υστέρα ανέβηκε- και όλοι οι Άγιοι έχουν το προνόμιο διά των παθημάτων να αποδειχθούν οίκος του Θεού και να γνωρίσουν όλο το μήκος της οδού του Χριστού. Κατά συνέπεια, όταν τα παθήματα θεωρούνται μέσα από αυτό το πρίσμα, γίνονται θαυμαστά και αποδεκτά ως μεγαλειώδης τιμή και υπερφυσική δωρεά. Γι’ αυτό τον λόγο δεν μας εντυπωσιάζουν οι φαινομενικά ωραίες βουδιστικές θεωρίες που προσπαθούν να επινοήσουν τρόπους αποδεσμεύσεως από τα παθήματα, γιατί εμείς έχουμε τη δυνατότητα, μέσω των παθημάτων, να γίνουμε υιοί Θεού, να μοιρασθούμε τη νίκη του Υιού του Θεού επί του θανάτου. Σημασία έχει, όπως λέει ο απόστολος Πέτρος στην επιστολή του, να υποφέρουμε «αγαθοποιούντες» και όχι αμαρτάνοντας. Στη Νικομήδεια, είκοσι χιλιάδες μάρτυρες βάδιζαν προς το μαρτύριο. Όλοι επρόκειτο να θανατωθούν χάριν του Χριστού, Καθ’ όδόν όμως, ένας από αυτούς έσκισε το πορτραίτο του αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα η Εκκλησία να μην τον συγκαταριθμήσει μεταξύ των μαρτύρων. Είχε διαπράξει παράβαση για την οποία μπορούσε να τιμωρηθεί από τον νόμο του κράτους, ενώ οι υπόλοιποι οδηγούνταν ως πρόβατα επί σφα­γήν και το μαρτύριό τους αναγνωρίσθηκε και δοξάσθηκε. Εκείνος που έσκισε το πορτραίτο καταδικάσθηκε σε θάνατο μαζί με τους υπόλοιπους, και πιθανόν ο Κύριος να δέχθηκε το μαρτύριό του. Επειδή όμως στην πράξη του αυτή ενυπήρχε κάποια αντίσταση εναντίον του πονηρού, η Εκκλησία δεν τον συγκατέλεξε με τους άλλους. Ο Χριστός εντέλλεται «μη αντιστήναι τω πονηρώ», και ο Ίδιος μάς έδωσε υπόδειγμα. Οδηγήθηκε ως «πρόβατον επί σφαγήν και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος», όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας, και μισήθηκε δωρεάν. Είναι πολύ σημαντικό να διδαχθούμε το ήθος, τον τρόπο ζωής που εμπνέει η Θεία Λειτουργία. Εμείς οι ιερείς αρχίζουμε την Προσκομιδή λέγοντας: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείρο­ντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα. Εν τη ταπεινώσει η κρίσις αυτού ήρθη». Αυτό το ήθος εμπνέει η Θεία Λειτουργία· αυτό το ήθος υπερνικά τον θάνατο! Με αυτό τον τρόπο ο Κύριος καταπάτησε τον θάνατο στη θέση μας και κυρίευσε αυτό τον κόσμο, τον πεπτωκότα στην αμαρτία. Δεν πρέπει να ελκυόμαστε από το πνεύμα αυτού του κόσμου και να εκδικούμαστε ή να αγωνιζόμαστε για τη δικαίωσή μας. Ωφελεί μάλλον να υπομένουμε την αδικία. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «Γιατί δεν προτιμάτε να αδικείσθε, αντί να καταφεύγετε στα πολιτικά δικαστήρια;». Προτιμούσε να αδικούνται οι μαθητές του παρά να αγωνίζονται να δικαιωθούν, ακόμη και αν ανθρωπίνως είχαν δίκαιο. Αυτή την τέλεια αρχή εμπνέει η οδός του Κυρίου. Ασφαλώς, εφόσον ζούμε σε αυτό τον κόσμο, οφείλουμε να ενεργούμε κατά το μέτρο μας σε κάθε περίσταση. Για μας το υψηλότερο πρότυπο και σημείο αναφοράς είναι το υπόδειγμα που μας παρέδωσε ο Κύριος Ιησούς.

Θα μπορούσα να πω ακόμη περισσότερα, αν θέλετε, για να απαντήσω στο δεύτερο ερώτημα. Για παράδειγμα, η Θεομήτωρ δεν θα έπρεπε να γνωρίσει θάνατο, σύμφωνα με την παράδοση των Αγίων, διότι ποτέ δεν αμάρτησε ούτε με έναν λογισμό, και όποιος δεν αμαρτήσει δεν πρέπει να πεθαίνει. Παρ’ όλα αυτά γεύθηκε θάνατο μόνο για τρεις ημέρες, μετά αναλήφθηκε και μετατέθηκε στον ουρανό. Πέρασε από τον θάνατο, για να ακολουθήσει την οδό του Υιού Της, ούτως ώστε και ο δικός Της αθώος θάνατος, χάρη στην αναμαρτησία Της, να γίνει κατάκριμα του θανάτου. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει ότι όσοι δεν αμαρτήσουν μετά το βάπτισμα, δεν πρέπει κανονικά να πεθάνουν ούτε και με φυσικό θάνατο. Ωστόσο ο Θεός επιτρέπει τον θάνατό τους, ο οποίος όμως γίνεται κατάκριμα του θανάτου, όπως ακριβώς και ο θάνατος του Χριστού. 


Να πάρουμε τον Χριστό και να φύγουμε....

Να πάρουμε τον Χριστό και να φύγουμε....


 Να πάρουμε τον Χριστό και να φύγουμε... 

 Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν ένας κόσμος δίχως Χριστιανούς, με αφορμή τη Συρία της μεγάλης δοκιμασίας όπου τα αδέλφια μας ή δίνουν την ομολογία του αίματος ή εξαναγκάζονται σε προσφυγιά (για να γίνουν με άλλον τρόπο μάρτυρες...).

Αλλά μετά λέω πως κόσμος χωρίς Χριστιανούς δεν μπορεί να υπάρξει καθώς η διαφοροποίηση είναι πως μειώνονται τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας και αυξάνονται εκείνα της θριαμβεύουσας. 
Και τί μ'αυτό; 
Μήπως, μέσα από την θεία Ευχαριστία, δεν ανταμώνουμε, δεν ενωνόμαστε εμείς που είμαστε ορατοί (άρα στόχος των βαρβάρων εχθρών της πίστης μας) και οι κεκοιμημένοι που -αόρατα- γεύονται τις πρώτες χαρές του Παραδείσου; 
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι ένας κόσμος χωρίς Χριστιανούς αλλά Αυτός ο Χριστός που -σαν αδικεμένο Έρωτα- καλούμαστε να Τον πάρουμε στους ώμους και να Τον πάμε μακριά από τις προσβολές. Και τούτο το "μακριά" είναι τόσο κοντά -τελικά- γιατί είναι η ίδια μας η ψυχή την ώρα που κλαίμε γι αυτούς που πονούν, την ώρα που αρνούμαστε να ξεχάσουμε τις ερημωμένες εκκλησιές, τους σπασμένους σταυρούς, τα ματωμένα μοναστήρια, τους δεσποτάδες που εξαφάνισαν, τις καλόγριες που άρπαξαν, τα παιδιά που φτερούγισαν με 
αίματα στα μικρά τους ρούχα, τις μανάδες που ούρλιαξαν απόγνωση και κατάρες, τους άντρες που κάπνισαν τελευταίο τσιγάρο, την ίδια τους την καρδιά. 

Να πάρουμε τον Χριστό και να φύγουμε, καταμεσής της ψυχής μας .... 

Να βρούμε "Αίγυπτο" καινούργια, όχι πια για να σωθεί Εκείνος αλλά για να διασωθεί το δικό μας δικαίωμα να τον λατρεύουμε και να είμαστε δικοί Του. 

Βλέπετε ανάμεσα στα τόσα "δικαιώματα" που υπερασπίζονται οι "πολιτισμένοι" δεν υπάρχει χώρος για τον αληθινό Θεό. 
Και.... καλά κάνει και δεν υπάρχει, γιατί Αυτός είναι επικίνδυνος γι'αυτούς, όπως και για καθένα που δουλεύει για τον ενάντιο. 
Δεν αστειεύεται ο Θεός. Δεν γουστάρει κόλπα. Το είπε καθαρά πως όποιος δεν είναι μαζί Του, είναι εναντίον Του. 

Και τούτοι οι εξουσιαστές της πλάκας, οπωσδήποτε, προτιμούν την..θεότητα για τον εαυτό τους..... 

Άρα Εκείνος είναι εχθρός. Μαζί Του και εμείς. 
Και οι εχθροί δεν έχουν δικαιώματα. Λογικό.....Όχι όμως θεϊκό. Και τούτο κάνει την διαφορά η οποία κάνει αυτούς της Συρίας να γίνονται μάρτυρες και εμάς να ανάβουμε κεριά, καντήλια και να καίμε προσευχές εντός μας, για τα αδέλφια που άρχισαν να ζουν διωγμούς και κατακόμβες. 
Αύριο ίσως να είμαστε εμείς. (Ήδη δι' άλλης οδού, απεργάζονται τον χαμό μας. Όμως, Κύριε, εμείς ΠΑΝΤΑ θα σε παίρνουμε και θα φεύγουμε, στην Άνοιξη της ψυχής! 
Αξίωνέ μας να φεύγουμε με Σένα και για Σένα..... 
Μην μας στερήσεις τούτη την υπέρτατη τιμή. 
Όχι για να γίνουμε άγιοι (κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, που έλεγε η γιαγιά μου) αλλά απλά για να μην Σε χάσουμε και χαθούμε.